- γδύσιμο
- το1. η αφαίρεση των ρούχων.2. μτφ., η αισχροκέρδεια: Δεν άντεξε το γδύσιμο της εφορίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γδύσιμο — το [γδύνω] 1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση 2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία 3. πώληση σε υπέρογκη τιμή … Dictionary of Greek
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
απόδυση — η (AM ἀπόδυσις) [αποδύω] η αφαίρεση ενδύματος, το γδύσιμο … Dictionary of Greek
γύμνωση — η (AM γύμνωσις) [γυμνώ] 1. αφαίρεση ενδυμάτων, γδύσιμο 2. αφαίρεση πραγμάτων με αρπαγή, λεηλασία 3. γύμνια νεοελλ. στέρηση … Dictionary of Greek
ξέντυμα — το [ξεντύνω] γδύσιμο, αφαίρεση τών ενδυμάτων … Dictionary of Greek
ξεγύμνωμα — το 1. απογύμνωση, γδύσιμο 2. μτφ. αποκάλυψη τών αδυναμιών ή τών ελαττωμάτων κάποιου, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
γύμνωμα — το 1. το γδύσιμο, το ξεγύμνωμα. 2. αρπαγή, λεηλασία: Το γύμνωμα του νησιού οφειλόταν στην πειρατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)